γάργαρος

γάργαρος
-η, -ο (Μ γάργαρος, -ον) [γαργαρίζω]
(για ήχο) καθαρός, κρυστάλλινος, μεταλλικός
νεοελλ.
1. (για τρεχούμενο νερό) ο διαυγής, ο ολοκάθαρος που τρέχει κελαρύζοντας
2. ο λαμπερός («γάργαρο φεγγάρι», «γάργαρα χρώματα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γάργαρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάργαρος — η, ο 1. ο κελαρυστός, ο καθαρός, ο διαυγής: Γάργαρο ρυάκι. 2. μτφ.: Γάργαρο γέλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γάργαρε — Γάργαρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαργαριστός — ή, ό [γαργαρίζω] 1. (για τρεχούμενα νερά) ο γάργαρος, ο διαυγής 2. (για ήχο) α) ο καθαρός, ο μεταλλικός β) ο βροντερός …   Dictionary of Greek

  • Γαργάροις — Γάργαρον neut dat pl Γάργαρος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαργάρου — Γάργαρον neut gen sg Γάργαρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαργάρων — Γάργαρον neut gen pl Γάργαρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαργάρῳ — Γάργαρον neut dat sg Γάργαρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γάργαρ' — Γάργαρα , Γάργαρον neut nom/voc/acc pl Γάργαρε , Γάργαρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γάργαρον — neut nom/voc/acc sg Γάργαρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”